- διάμορφος
- διάμορφος, -ον (Α)με ποικίλες μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάμορφον — διάμορφος endued with various forms masc/fem acc sg διάμορφος endued with various forms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάμορφα — διάμορφος endued with various forms neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek